μακρυσμός

English (LSJ)

ὁ, long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.

German (Pape)

ὁ, weite Entfernung, Sp.

Russian (Dvoretsky)

μακρυσμός:удаленность, отдаленность (ἀπό τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μακρυσμός: ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.

Greek Monolingual

μακρυσμός, ὁ (ΑM) μακρύνω
απομάκρυνση.