ὁ, a fish, Hsch.
ου (ὁ) :sorte de poisson.Étymologie: μαλάχη.
μαλάχιος: «ἰχθὺς ποιὸς» Ἡσύχ.
μαλάχιος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάχη, λόγω του χρώματος του ψαριού].