μαλακοκόλαξ

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, voluptuous parasite, Clearch.26.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκοκόλαξ: ὁ, φιλήδονος παράσιτος, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 258Α.

Greek Monolingual

μαλακοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
φιλήδονος, παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κόλαξ (πρβλ. αυλοκόλαξ)].

German (Pape)

ακος, ὁ, ein weichlicher Schmeichler, Schmarotzer, Ath. VI.258a.