μαλθώδης

English (LSJ)

ες, (μάλθα) = μαλακτικὸςκηρώδης, Hp. ap. Gal.19.120: hence conjectured by Daremberg for μαλθακώδης in Hp.Ulc.2,21, Gal. ap. Orib.51.36.25.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθώδης: -ες, (μάλθα) μαλακὸς καὶ κολλώσης, ἴδε ἐν λέξ. μαλθακώδης.

Greek Monolingual

μαλθώδης, -ῶδες (Α) μάλθη
μαλακός και κολλώδης.

German (Pape)

ες, von der Art der μάλθα, weich und zähe, Galen.