κηρώδης
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ες, wax-like, dub.l.for κηριώδης, Gal.10.476 (Comp.); = μαλθώδης, Id.19.120.
German (Pape)
[Seite 1435] ες, wachsartig, wächsern, Theophr., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
κηρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κηρόν, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κηριώδης, Γαλην. 14. 537.
Greek Monolingual
-ες (Α κηρώδης, -ώδες) κηρός
αυτός που μοιάζει με κερί, κέρινος, κηροειδής.