μαλακτικός

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακτικός Medium diacritics: μαλακτικός Low diacritics: μαλακτικός Capitals: ΜΑΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: malaktikós Transliteration B: malaktikos Transliteration C: malaktikos Beta Code: malaktiko/s

English (LSJ)

μαλακτική, μαλακτικόν,
A emollient, χρίσματα Hp.Vict.2.66; δύναμις Plu.2.659c; μαλακτικὸς οἶκος, of the outer chamber in a bath, Alex. Trall.Febr.5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
émollient.
Étymologie: μαλάσσω.

German (Pape)

erweichend, lindernd, bes. von Umschlägen, Medic. Auch κοιλίας, den Stuhlgang befördernd, iid.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκτικός: размягчающий, мягчительный (δύναμις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλακτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ φαρμάκου μαλακτικοῦ, τοῖσι... μαλακτικοῖσι χρίεσθαι Ἱππ. 365. 9· δύναμις Πλούτ. 2. 659C.

Greek Monolingual

και μαλαχτικός, -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαλακτικός, -ή, -όν) μαλακτός
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει
2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)
νεοελλ.
(αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το δέρμα επιβραδύνοντας την εξάτμιση του νερού από τους ιστούς
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. ουσία εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες
αρχ.
φρ. «μαλακτικὸς οἶκος» — ο εξωτερικός θάλαμος βαλανείου.
επίρρ...
μαλακτικώς και -ά
με μαλακτικό τρόπο.