μαλοκόμος

English (LSJ)

Doric for μηλοκόμος, Hymn.Is. 164.

Greek (Liddell-Scott)

μαλοκόμος: ξανθός, Ἐπιγραφ. ἔμμετρος Ἄνδρου, Ross, Inscr. Gr. ined. II. 96.

Greek Monolingual

μαλοκόμος, -ον (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μηλοκόμος.