μανδαλωτός

English (LSJ)

v. sub μάνδαλος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui verrouille ; τὸ μανδαλωτόν (φίλημα) baiser qui clôt la bouche, « langue fourrée, pelle ».
Étymologie: μάνδαλος.

Greek Monolingual

μανδαλωτός, -ή, -όν (AM)
βλ. μανταλωτός.

German (Pape)

verriegelt, Phot.; φίλημα μανδαλωτόν, ein wollüstiger Kuß, bei dem die Zunge eingesteckt wird, Ar. Thesm. 132. Vgl. ἐπιμανδαλωτός.