(Μ μανδρίζω και μανδριάζω)βάζω σε μάντρα, κλείνω ζώα σε μαντρίνεοελλ.1. περιορίζω κάποιον σε έναν χώρο2. κλείνω μοναχό σε μοναστήρι3. περιβάλλω έναν χώρο με μάντραμσν.μέσ. μανδρίζομαικαταυλίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί].