μάντρα

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα)
1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο
2. η κοιλότητα του δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος
3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή
νεοελλ.
1. περιφραγμένο οικόπεδο στο οποίο δεν υπάρχει οικοδόμημα και που χρησιμεύει συνήθως ως αποθήκη οικοδομικών ή άλλων υλικών
2. ο τοίχος της μάντρας, ο μαντρότοιχος
3. έκταση για βοσκή, βοσκοτόπι
4. ο καταυλισμός του βοσκού σε βοσκοτόπι
5. θερινό θέατρο
μσν.
1. περίβολος
2. (φρ) α) «μάνδρα θεία καὶ ἐπουράνιος» — ο παράδεισος
β) «μάνδρα τῆς ἐκκλησίας» — το σύνολο τών πιστών
μσν.-αρχ.
1. η εκκλησία, οι πιστοί
2. φωλιά άγριου ή και ήμερου ζώου
αρχ.
σανίδα ή πλάκα με τετραγωνίδια, όπου έπαιζαν τους πεσσούς, τους κύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. mandira- «κατοικία», mandurā «στάβλος» — είναι πιθ. παράλληλα δάνεια από μια κοινή πηγή, ίσως μικρασιατική. Το θ. της λ. μαρτυρείται και στο ανθρωπωνύμιο Μάνδρος, θεός της Μικράς Ασίας. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με ιλλυρικά ονόματα, πρβλ. Mandarium, -ia (< θ. mand- «μικρός ίππος»). Τέλος, η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με τα μάνδαλος, μανδάκης και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mand- «περιφράσσω, περίφραξη» δεν είναι πειστική].