μαντρώνω

Greek Monolingual

1. μαντρίζω, κλείνω ζώα σε μαντρί
2. περιβάλλω έναν χώρο με μαντρότοιχο
3. περιορίζω κάποιον σε κλειστό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί].