1. μαντρίζω, κλείνω ζώα σε μαντρί2. περιβάλλω έναν χώρο με μαντρότοιχο3. περιορίζω κάποιον σε κλειστό χώρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί].