μαντρίζω

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

(Μ μανδρίζω και μανδριάζω)
βάζω σε μάντρα, κλείνω ζώα σε μαντρί
νεοελλ.
1. περιορίζω κάποιον σε έναν χώρο
2. κλείνω μοναχό σε μοναστήρι
3. περιβάλλω έναν χώρο με μάντρα
μσν.
μέσ. μανδρίζομαι
καταυλίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί].