μαρκάλισμα

Greek Monolingual

-ατος, το μαρκαλίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαρκαλίζω, η σεξουαλική επαφή ζώων και ιδίως γιδιών και προβάτων, η οχεία, το βάτεμα.