οχεία
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
(I)
η (Α ὀχεία) οχεύω
(για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα
αρχ.
1. (για φυτά) γονιμοποίηση.
(II)
ὀχεία, ἡ (Α) οχώ
(ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η άγκυρα.