μαρκαλίζω

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

και μαρκαλώ
(για ζώα και ιδίως τράγους και κριάρια) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, οχεύω, επιβαίνω, βατεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. marr-kal «παίρνω άλογο»].