μαρκούτσι

Greek Monolingual

το
1. η δερμάτινη καπνοσύρριγγα του ναργιλέ
2. (κατ' επέκτ.) κάθε μακρόστενο αντικείμενο
3. μαστίγιο, βούρδουλας
4. εξάρτημα, μαραφέτι
5. μτφ. πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marpus].