α, ον, = μαρμάρεος (flashing, gleaming, twinkling, of marble, sparkling, glistening), Hsch.
μαρμάρειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.
μαρμάρειος, -εία, ον (Α)βλ. μαρμάρεος (I).
= μαρμάρεος, Hesych. erkl. λευκόν, λαμπρόν; aus Marmor.