μαρμαρόκτιστος

Greek Monolingual

και μαρμαρόχτιστος, -η, -ο
αυτός που είναι κτισμένος από μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κτιστός (< κτίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ραγκαβή].