μασκαρεύω

Greek Monolingual

και μασκαρεύγω [[[μασκαράς]] (I)]
1. ντύνω μασκαρά κάποιον, μεταμφιέζω
2. εξευτελίζω, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω
3. μέσ. μασκαρεύ(γ)ομαι
α) ατιμάζομαι
β) αστειεύομαι, περιπαίζω.