μεταμφιέζω

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμφιέζω Medium diacritics: μεταμφιέζω Low diacritics: μεταμφιέζω Capitals: ΜΕΤΑΜΦΙΕΖΩ
Transliteration A: metamphiézō Transliteration B: metamphiezō Transliteration C: metamfiezo Beta Code: metamfie/zw

English (LSJ)

later for μεταμφιάζω.

French (Bailly abrégé)

c. μεταμφιάζομαι.

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω)
1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῖσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῖν», Λουκιαν.)
2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω μετ' αὐτόν;», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μεταμορφωθεί και να μην αναγνωριστεί
2. μέσ. μεταμφιέζομαι
μεταμορφώνομαι, μασκαρεύομαι
3. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο μεταμφιεσμένος, η μεταμφιεσμένη
προσωπιδοφόρος, μασκαράς της Αποκριάς
μσν.
1. ντύνω κάποιον με το ένδυμα του μοναχού και του αλλάζω το κοσμικό όνομα
2. μέσ. αλλάζω χαρακτήρα
αρχ.
μτφ. μεταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμφιάζω και ἀμφιέζω «ντύνω»].

Russian (Dvoretsky)

μεταμφιέζω: Plut., Luc. = μεταμφιάζω.