μαστιχένιος

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που έχει παρασκευαστεί από μαστίχα ή με μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρένιος)].