ματαίωση
Greek Monolingual
η (Α ματαίωσις, -εως) ματαιώνω
νεοελλ.
η μη πραγματοποίηση, η μη εκτέλεση ενός έργου ή μιας ενέργειας η οποία έχει προγραμματιστεί («η ματαίωση της εκδρομής λύπησε πολλούς»)
αρχ.
ματαιότητα («ματαίωσιν τὴν ὑψηλοφροσύνην φησί», Αθανάσ.).