ματαιοδοξία

Greek Monolingual

η ματαιόδοξος
1. έπαρση για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενοδοξία, ματαιοφροσύνη
2. επιδίωξη μάταιης δόξας, που δεν αντιπροσωπεύει πραγματικά χαρίσματα ή προσόντα.