ματαιοπονώ

Greek Monolingual

(Α ματαιοπονῶ, -έω) ματαιοπόνος
κοπιάζω στα χαμένα, χάνω άδικα τον καιρό μου («ματαιοπονώ με το να προσπαθώ να τήν πείσω»).