κοπιάζω
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
Greek (Liddell-Scott)
κοπιάζω: κοπιάω, μεταγεν.
Greek Monolingual
(Μ κοπιάζω)
1. καταβάλλω κόπο, μοχθώ, κουράζομαι («κόπιασε πολύ για να μεγαλώσει τα παιδιά της»)
2. πηγαίνω κάπου
νεοελλ.
φρ. α) (η προστακτική φιλοφρονητικά) i) «κοπιάστε να φάμε» — ελάτε να φάμε
ii) «κόπιασε μέσα» — πέρασε, έλα μέσα
β) (η προστακτική απειλητικά ή ειρωνικά) «για κόπιασε» — για έλα δω... («για κόπιασε να τά πούμε λιγάκι κι από κοντά»)
μσν.
1. καταπιάνομαι με κάτι
2. (ενεργ. και μέσ.) κατορθώνω κάτι με κόπο
3. κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κοπιασμένος, -η, -ον
α) γεμάτος κόπους, κοπιαστικός
β) κουρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκοπίασα του κοπιῶ, κατά το σχήμα ἐβίασα: βιάζω.