ματαιοσπουδώ

Greek Monolingual

(Α ματαιοσπουδῶ, -έω)
ασχολούμαι με πράγματα ανάξια λόγου, με πράγματα ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. ματαιόσπουδος].