ματαιόσπουδος
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενόσπουδος, φιλόσπουδος].