ματαιόσπουδος

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενόσπουδος, φιλόσπουδος].

German (Pape)

umsonst bemüht, eifrig, Sp.