ματαιόσπουδος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενόσπουδος, φιλόσπουδος].

German (Pape)

umsonst bemüht, eifrig, Sp.