ματαιουργός
English (LSJ)
ματαιουργόν, = ματαιοποιός, Ph.2.98.
Greek (Liddell-Scott)
ματαιουργός: -όν, = ματαιοποιός, Φίλων 2. 98.
Greek Monolingual
ματαιουργός, -όν (Α)
ο ματαιοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάταιος + -ουργός(< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, τεχνουργός].
German (Pape)
= ματαιοποιός, Philo.