ματαιοφροσύνη

English (LSJ)

= κενοφροσύνη, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοφροσύνη: ἡ, μωρία, ἀνοησία, ἀφροσύνη, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 80, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

η (ΑM ματαιοφροσύνη) ματαιόφρων
το να σκέφτεται κανείς άσκοπα και ανόητα πράγματα, ματαιοδοξία.

German (Pape)

ἡ, törichter, eitler Sinn, Sp., wie Or.Sib.