ματαιόφημος

English (LSJ)

ματαιόφημον, = ματαιολόγος, Phot.s.v. λῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

ματαιόφημος: μάταια ληρῶν, φλύαρος, Φώτ. ἐν λέξ. λῆρος.

Greek Monolingual

ματαιόφημος, -ον (Α)
αυτός που λέει μάταια, απερίσκεπτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φημος (< φήμη), πρβλ. υστερόφημος].