ματς
Greek Monolingual
(I)
το
(άκλιτο)
1. αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή μεταξύ δύο ομάδων («δυστυχώς, δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό ματς η βία»)
2. φρ. «δίνω ματς» — καβγαδίζω, τσακώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. match].
(II)
τα
(άκλιτο)
1. (συνήθως μαζί με το μουτς) ο ήχος του φιλιού
2. φρ. «άρχισαν τα ματς και τα μουτς» — άρχισαν να φιλιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή ηχομιμητική λ.].