ματσόλα
Greek Monolingual
και ματσιόλα, η
1. ξύλινο δικέφαλο σφυρί που χρησιμοποιούν οι βαρελοποιοί και οι λευκοσιδηρουργοί
2. ναυτ. καλόσφυρα που χρησιμοποιείται για τη σπαργάνωση τών σχοινιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzola].
και ματσιόλα, η
1. ξύλινο δικέφαλο σφυρί που χρησιμοποιούν οι βαρελοποιοί και οι λευκοσιδηρουργοί
2. ναυτ. καλόσφυρα που χρησιμοποιείται για τη σπαργάνωση τών σχοινιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzola].