σπαργάνωση
From LSJ
Greek Monolingual
η / σπαργάνωσις, -ώσεως, ΝΑ [[σπαργανῶ, -ώνω]]
σπαργάνωμα
νεοελλ.
(παρασιτ.) προνυμφική παρασιτική διαταραχή που οφείλεται στην προνύμφη του δεύτερου σταδίου, ή πληροκερκοειδές ή σπάργανο, ορισμένων κεστωδών σκωλήκων, όπως λ.χ. τών ψευδοφυλλιδίων και τών βοθριοκεφάλων.