μαυρομουζομύτης

Greek Monolingual

μαυρομουζομύτης, -α, -άτικο (Μ)
αυτός που έχει μαύρη μύτη από τη μουντζούρα («ὁμοιάζεις καὶ χαλκωματάν, τὸν μαυρομουζομύτην», Πουλολ.).