μουντζούρα
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
Greek Monolingual
και μουτζούρα και μουζούρα, η (Μ μουντζούρα)
λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα
νεοελλ.
1. λεκές από μελάνι, καπνιά ή άλλη βαθύχρωμη ουσία, μαύρη, σκοτεινή κηλίδα
2. στον πληθ. οι μουντζούρες
δυσανάγνωστα γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα ή ακανόνιστα σχέδια
3. μτφ. ντροπή, ατιμία, ατίμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μού(ν)τζα + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μαλλούρα, σκοτούρα)].