μαχαιρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, butcher's cleaver, Ar.Eq.412; knife, μικρὰ μ. Plu.Art.19, cf. Luc.Ind.29; dagger, Str.16.4.17; pl., shears, scissors, ὁ κουρεὺς τὰς μ. λαβών Eup.278, cf. Poll.10.140.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
rasoir.
Étymologie: μάχαιρα.

German (Pape)

ίδος, ἡ, dim. zu μάχαιρα, Ar. Eq. 410, kleines Messer, Schermesser; neben ξυρόν, als Werzeug des Barbiers genannt, Luc. adv. indoct. 29.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχαιρίς: ίδος (ῐδ) ἡ бритва Arph., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ μάχαιρα, ξυράφιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 413· μικρὰ μ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 19, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πληθ., ὁ κουρεὺς τὰς μαχαιρίδας λαβὼν Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 7.

Greek Monotonic

μᾰχαιρίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του μάχαιρα, ξυράφι, σε Αριστοφ., Λουκ.

Middle Liddell

μᾰχαιρίς, ίδος, ἡ, [Dim. of μάχαιρα
a rasor, Ar., Luc.