μαχαιροκοπώ

Greek Monolingual

μαχαιροκοπῶ, -έω (ΑM)
μσν.
χτυπώ με μαχαίρι («ὅλες μαχαιροκοπημένες ἦν καὶ εἰς τὸ αἷμαν κυλισμένες», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
κόβω, τέμνω κάτι χρησιμοποιώντας μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -κοπῶ].