μαχαιροπίρουνο

Greek Monolingual

το
1. ζεύγος από επιτραπέζιο μαχαίρι και πιρούνι
2. στον πληθ. τα μαχαιροπίρουνα
σύνολο από επιτραπέζια μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια.