μαχαιρόπουλον

Greek Monolingual

μαχαιρόπουλον, τὸ (Μ)
μικρό μαχαίριμαχαιρόπουλον ὁ Φλώριος ἐκράτιεν», Φλώρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. αρχοντόπουλο)].