μεγαλανορία

English (LSJ)

μεγαλάνωρ, Dor. for μεγαλην-.

German (Pape)

[Seite 105] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = μεγαληνορία u. μεγαλήνωρ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μεγαληνορία.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.

English (Slater)

μεγᾰλᾱνορία
&nbspnbsp;  1 ambitious action ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.44)

Greek Monolingual

μεγαλανορία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεγαληνορία.

Greek Monotonic

μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλ-άνωρ, Δωρ. αντί μεγαλ-ην-.