μεγαλόμητις

English (LSJ)

τι, of high design, ambitious, A.Ag.1426 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 106] von hohen Plänen, tadelnd, Aesch. Ag. 1400.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
aux grandes pensées, aux pensées ambitieuses.
Étymologie: μέγας, μῆτις.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόμητις: ιος adj. питающий дерзновенные замыслы, высокомерный (Κλυταιμνήστρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόμητις: τι, ὁ ἔχων μεγάλα σχέδια, φιλόδοξος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1426.

Greek Monolingual

μεγαλόμητις, -τι (Α)
αυτός που έχει μεγάλες και υψηλές φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + μῆτις «σοφία» (πρβλ. δολιόμητις, ποικιλόμητις)].

Greek Monotonic

μεγᾰλόμητις: -τι, με υψηλές προδιαγραφές, φιλόδοξος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

of high design, ambitious, Aesch.