μεδέουσα

Russian (Dvoretsky)

μεδέουσα: ἡ [f к μεδέων покровительница, хранительница: Σαλαμῖνος μ. HH = Ἀφροδίτη; μ. τόξων Eur. = Ἄρτεμις.

German (Pape)

s. μεδέων.