μεθεπόμενος

Greek Monolingual

-η, -ο
ο μετά τον επόμενο, ο τρίτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἑπόμενος, επιθετικοπ. μτχ. ενεστ. του ρ. ἕπομαι «ακολουθώ»)].