μεθοκοπώ

Greek Monolingual

-άω μεθοκόπος
πίνω κρασί συχνά και σε μεγάλες ποσότητες, μπεκρουλιάζω («γυρίζει στις ταβέρνες όλη μέρα και μεθοκοπάει»).