μπεκρουλιάζω

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

κάνω υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, μπεκρολογώ, μεθοκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + υποκορ. κατάλ. -ουλιάζω].