μειλιχόβουλος

English (LSJ)

μειλιχόβουλον, mild-counselling, Procl.H.7.40.

German (Pape)

[Seite 116] mild rathend, Procl. h. Min. 40.

Greek (Liddell-Scott)

μειλῐχόβουλος: -ον, ὁ μειλίχια βουλευόμενος, ἤπιος, πρᾶος, Πρόκλου Ὕμν. 6.

Greek Monolingual

μειλιχόβουλος, ὁ (Α)
αυτός που σκέφτεται μειλίχια, πράος, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + -βουλος) < βουλεύομαι), πρβλ. υστερόβουλος].