μειοψηφία
Greek Monolingual
και μειονοψηφία, η
1. το να έχει κανείς στη Βουλή ή σε άλλο εθνικό, δημόσιο ή κοινωνικό σώμα αριθμό εδρών ή ψήφων μικρότερο από το μισό
2. το κόμμα ή τα κόμματα τα οποία έχουν αριθμό εδρών μικρότερο από εκείνον του κόμματος που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή ή η παράταξη που μειοψηφεί σε ένα δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο ή σε άλλο δημόσιο ή κοινωνικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + ψήφος, μέσω ενός αμάρτυρου μειόψηφος. Ο τ. μειονοψηφία < μείων, μείονος. Η λ. μειονοψηφία μαρτυρείται από το 1829 στην Εγκληματική διαδικασία. Η λ. μειοψηφία μαρτυρείται από το 1874 στον Δ.Γ. Ράλλη].