κόμμα
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
-ατος, τό, (κόπτω)
A stamp or impression of a coin, χαλκίοις… κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι Ar.Ra.726: prov., πονηροῦ κόμματος of bad stamp, Id.Pl.862, 957; χρυσίον κόμμασιν ἀποσμώμενον (sic leg. pro ἀποσπώμενον) cleansed by blows of the die, Luc.Pisc.14.
2 coinage, ἴδιοί τινες [θεοί], κ. καινόν Ar.Ra.890, cf. Ec.817; Σεύθα κόμμα, on Thracian coins, BMus.Cat.Coins Thrace p.201 (v B.C.); οἱ τὸ τοῦ νομίσματος κόμμα μεταχειριζόμενοι = Lat. triumviri monetales, D.C.54.26.
3 metaph., μαλθακωτέρου κόμματος, of the female body, Ph. 1.639.
II that which is cut off, piece, ἰχθύων Gp.18.14.2.
2 refuse of corn in threshing, chaff, Din.Fr.18.4 (pl.).
3 shortclause in a sentence, Cic.Orat.62.211, Phld.Rh.1.165 S., D.H.Comp.26, Quint.9.4.22, etc.; defined as τὸ κώλου ἔλαττον Demetr.Eloc.9; cf. κομμάτιον 3.
III contusion, Critoap.Gal.13.878.
German (Pape)
[Seite 1478] τό, das Geschlagene, der Schlag, das Gepräge einer Münze, u. überhaupt ein eingeschlagenes Zeichen; χαλκίοις κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι Ar. Ran. 725; – übertr., ἀνήρ, ἔοικε δ' εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος, von schlechtem Schlage, Plut. 862, vgl. 956; ἴδιοί τινές σου (θεοὶ) κόμμα, καινόν Ran. 890; – Sp., οἱ τοῦ νομίσματος τὸ κόμμα μεταχειριζόμενοι D. Cass. 54, 26. – Abfall des Getreides beim Dreschen, Spreu, Din. bei Harpocr. – Einschnitt, Abschnitt, Sp. Bes. bei den Rhetoren, Glied eines Satzes, wie κῶλον, aber kürzer, nach Hermogen. nur 2- bis 6sylbig.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
frappe de la monnaie ; fig. ἀνὴρ πονηροῦ κόμματος AR homme de mauvaise frappe, homme de mauvais aloi.
Étymologie: κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόμμα -τος, τό [κόπτω] muntstempel, munt; overdr.: ἀνήρ... τοῦ πονηροῦ κόμματος een man van een slecht stempel Aristoph. Pl. 862; ἴδιοί τινες, κόμμα καινόν hele speciale [goden], van een nieuw slag Aristoph. Ran. 890.
Russian (Dvoretsky)
κόμμα: ατος τό κόπτω
1 чеканка (τὸ χρυσίον ἀποσμώμενον τοῖς κόμμασι Luc.): κοπεὶς τῷ κακίστῳ κόμματι Arph. (деньги) отвратительной чеканки; ἀνὴρ πονηροῦ κόμματος Arph. дурного сорта человек; ἴδιοί τινές σου, κ. καινόν; Arph. какие-то странные у тебя они (боги), новой чеканки, (что-ли)?;
2 рит. (= κῶλον) часть предложения, речение Cic.
Greek Monolingual
το (AM κόμμα, Μ και κόμμαν)
το τμήμα που αποχωρίζεται με χτύπημα, τεμάχιο, κομμάτι
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που τοὺς ενώνουν κοινές πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις, καθώς και κοινά κοινωνικά συμφέροντα
2. γραμμ. το καμπυλό σημείο στίξεως (,) που χωρίζει δύο προτάσεις ή τα μέρη μιας πρότασης ή φράσης, αλλ. υποστιγμή
3. (αριθμτ.) το σημείο (,) που χωρίζει τμήματα ενός αριθμού, αλλ. υποδιαστολή
4. (βυζ. μουσ.) το ένα από τα 68 ή τα 72 ίσα ακουστικά τμήματα στα οποία διαιρείται πρακτικά η κλίμακα
5. μουσ. το μικρότερο αντιληπτό από την ακοή διάστημα δύο ανόμοιων ήχων
6. φρ. «πολιτικό κόμμα» — το πιο δραστήριο και πιο οργανωμένο τμήμα μιας τάξης ή ενός κοινωνικού στρώματος που εκφράζει, προασπίζει και προωθεί τα συμφέροντά τους και είναι επικεφαλής του αγώνα τους για την κατάληψη της εξουσίας
νεοελλ.-μσν.
μτφ. σύνολο προσώπων που έχουν τις ίδιες ιδέες και επιδιώκουν τους ίδιους βασικούς σκοπούς («αυτές οι δύο, μάννα και κόρη, έχουν κάνει κόμμα»)
μσν.
1. κόψιμο, αποκοπή
2. φρ. «παρά κόμμα»
α) υπερβολικά
β) παράλογα
μσν.-αρχ.
θρησκευτική ομάδα, αίρεση
αρχ.
1. αποτύπωμα ή σφραγίδα νομίσματος («χθές τε καὶ πρώην κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμμάτι», Αριστοφ.)
2. νόμισμα
3. το άχυρο που μένει μετά το αλώνισμα του σιταριού
4. γραμμ. μικρό μέρος περιόδου, κώλο
5. μωλώπισμα
6. φρ. α) «πονηροῦ κόμματος»
i) (για νόμισμα) με κακή αποτύπωση
ii) (για πρόσ.) με κακό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω. Με τη νεοελλ. σημ. «πολιτική παράταξη» η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parti, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].
Greek Monotonic
κόμμα: -ατος, τό (κόπτω),
I. 1. αποτύπωμα ή εντύπωση νομίσματος, σε Αριστοφ.· παροιμ., πονηροῦ κόμματος, με φαύλο χάραγμα, στον ίδ.
2. νόμισμα, νόμισμα, νομισματοκοπία, στον ίδ.
II. σημείο στίξης σε πρόταση, Λατ. comma, σε Κικ.
Greek (Liddell-Scott)
κόμμα: τό, (κόπτω) τύπωσις, χάραγμα νομίσματος, Λατ. nota, χαλκίοις... κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι Ἀριστοφ. Βάτρ. 726, πρβλ. Ἐκκλ. 8· παροιμ., πονηροῦ κόμματος, φαύλου χαράγματος, μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου κακοῦ χαρακτῆρος, «εἴρηται ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν κιβδήλων νομισμάτων, διὰ τὸ ὀλίγον μὲν ἔχειν χρυσὸν πλείονα δὲ χαλκὸν» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 862, 950· ― χρυσίον κόμμασιν ἀποσμώμενον (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ ἀποσπ-), καθαριζόμενον διὰ κτυπημάτων τῆς νομισματοκοπικῆς σφραγῖδος, Λουκ. Ἁλ. 14. 2) καθόλου = νόμισμα, ἴδιοί τινες θεοί, κ. καινὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 890· χάραξις, κόψιμον, τρεῖς οἱ τὸ τοῦ νομίσματος κόμμα μεταχειριζόμενοι, Λατ. triumviri monetales, Δίων Κ. 54. 26. ΙΙ. τὸ διὰ κτυπήματος ἀποχωριζόμενον ἢ ἀποσπώμενον, «κομμάτι», ἰχθύων Γεωπ. 18. 14, 2. 2) τὸ κατὰ τὸ ἁλώνισμα τοῦ σίτου ἀπολειπόμενον ἄχυρον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 3) μικρὸν μέρος περιόδου, ἀλλαχοῦ, κῶλον, Λατ. comma, Δημήτρ. Φαληρ. 9, Κικ. Orat. 62.
Middle Liddell
κόμμα, ατος, τό, κόπτω
I. the stamp or impression of a coin, Ar.: proverb., πονηροῦ κόμματος of bad stamp, Ar.
2. = νόμισμα, coin, coinage, Ar.
II. a short clause of a sentence, Lat. comma, Cic.
English (Woodhouse)
currency, stamp, coined money, impression on a coin, official stamp, stamp on a coin
Mantoulidis Etymological
(=χάραξη νομίσματος, νόμισμα, κομμάτι). Ἀπό τό κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.