μειόφρων
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) thoughtless, Hsch.
German (Pape)
[Seite 116] ον, leichtsinnig, thöricht, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μειόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) «ἔλαττον φρονῶν, παράμωρος» Ἠσύχ.
Greek Monolingual
μειόφρων, -ονος, ὁ και ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρός, καὶ ἐλάττων φρενῶν, παράμωρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -φρων (< θ. φρεν-, πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].