μελάγκωπος

English (LSJ)

μελάγκωπον, with black handle, Sch.E.Or.821.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzem Griffe, Schol. Eur. Or. 809.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκωπος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν λαβήν, Σχόλ. εἰς Εὐριπ. Ὀρ. 809.

Greek Monolingual

μελάγκωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρη λαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κώπη (πρβλ. λιπόκωπος, φιλόκωπος)].